- μουτσούνα
- η1) маска (картонная и т. п.); 2) перен. рыло, рожа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουτσούνα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 82 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * η 1. προσωπίδα, μάσκα 2. άσχημο, σκυθρωπό πρόσωπο («μόλις τό άκουσε, κατέβασε μια μουτσούνα!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουτσούνα… … Dictionary of Greek
μουτσούνα — η (λ. ιταλ.) 1. προσωπίδα, μάσκα: Τις Αποκριές θα φορέσω τη στολή και τη μουτσούνα μου. 2. μτφ., σκυθρωπό, κατσουφιασμένο πρόσωπο: Τον έβαλα τιμωρία και κατέβασε τη μουτσούνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουτσουνάρα — η [μουτσούνα] 1. μεγάλη μουτσούνα («είχε κατεβασμένη μια μουτσουνάρα τρεις πήχες») 2. (με άρθρ. και με γεν. τής προσωπικής αντωνυμίας) η μουστουνάρα μου, σου, του εγώ, εσύ, αυτός («μίλησε και η μουτσουνάρα του») … Dictionary of Greek
Moutsouna — Coordinates: 37°04′40″N 25°35′08″E / 37.07778°N 25.58556°E / 37.07778; 25.58556 Moutsouna (in Greek: Μουτσούνα) is a small seaside … Wikipedia
Drymalia — Gemeinde Drymalia (1998–2010) Δήμος Δρυμαλίας (Δρυμαλία) … Deutsch Wikipedia
αδρομούτσουνος — η, ο (στην Κύπρο) αυτός που έχει αδρό, χοντρό πρόσωπο, ο χοντρομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
μούτσουνο — το (Μ μούτσουνον) 1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι 2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρο νεοελλ. (κατ επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ άλλους, < βεν. musona (βλ.… … Dictionary of Greek
παραπροσωπίς — ίδος, ἡ, Μ προσωπείο, προσωπίδα, μάσκα, μουτσούνα («ἡ περίθετος κεφαλὴ καὶ περικεφαλαία, φασὶν ἐλέγετο, καθὰ καὶ παραπροσωπὶς ἡ παρὰ τῷ προσώπῳ τιθεμένη», Ευστ.) … Dictionary of Greek
σκυλομούτσουνος — η, ο, Ν σκυλομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούτσουνος (< μουτσούνα), πρβλ. στραβο μούτσουνος] … Dictionary of Greek
στραβομούτσουνος — η, ο, Ν 1. στραβομούρης 2. αυτός που κάνει μορφασμούς δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek